- κοκκέλαιο ή κοκκόλιπος
- Η λιπαρή ύλη που λαμβάνεται από τους πυρήνες των καρπών του κοκκοφοίνικα (ινδική καρύδα). Για την εξαγωγή του κ. οι πυρήνες αυτοί, που ονομάζονται και κόπρα, υποβάλλονται σε έκθλιψη. Η διαδικασία τελείται είτε στη χώρα παραγωγής της κόπρας είτε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι κυριότερες χώρες εξαγωγής των καρπών του κοκκοφοίνικα είναι η Ινδία και η Σρι Λάνκα. Από τους κατοίκους των περιοχών παραγωγής του κοκκοφοίνικα, το κ. λαμβάνεται με βρασμό των πυρήνων των καρπών, οπότε επιπλέει το λίπος και συλλέγεται. Στη Σρι Λάνκα, αφήνουν να ξεραθούν οι πυρήνες των καρπών και μετά τους πιέζουν ανάμεσα σε δύο μεταλλικές πλάκες. Με τη σύνθλιψη παράγεται το λίπος τους. Στην Ευρώπη, η εξαγωγή του λίπους πραγματοποιείται είτε με υδραυλικά πιεστήρια είτε με εκχύλιση με διάφορα διαλυτικά υγρά. Το καθαρό λίπος έχει χρώμα λευκό, χαρακτηριστική γεύση και οσμή (όχι δυσάρεστη), αλλά ταγκίζει εύκολα. Έχει ειδικό βάρος 0,925 και τήκεται στους 22°C. Από χημική άποψη, το λίπος είναι μείγμα τριγλυκεριδίων του παλμιτικού, καπρονικού, καπριλικού, λαουρικού και μυριστικού οξέος. Εξαιτίας του γεγονότος ότι ταγκίζει εύκολα, παλαιότερα το χρησιμοποιούσαν μόνο για παρασκευή σαπουνιών με ψυχρή σαπωνοποίηση, αλλά μετά την επίτευξη του καθαρισμού του χρησιμοποιείται πλέον και στη μαγειρική. Χρησιμοποιείται επίσης για την παρασκευή μαργαρίνης καθώς και για τη νοθεία άλλων προϊόντων, όπως του βουτύρου από γάλα και του βουτύρου του κακάο, ενώ ιδιαίτερα διαδεδομένη είναι η χρήση του και σε καλλυντικά προϊόντα.
Dictionary of Greek. 2013.